οινεμπόριο

οινεμπόριο
το [οινέμπορος]
1. εμπόριο κρασιού
2. η εμπορική κίνηση που έχει σχέση με την παραγωγή και κατανάλωση κρασιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οιναγορά — η 1. αγορά οίνων, οινεμπόριο 2. τόπος αγοραπωλησίας οίνου …   Dictionary of Greek

  • Μένδη — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής. Βρισκόταν στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Παλλήνης, στον Θερμαϊκό κόλπο. Ήταν πλούσια και ξακουστή για το οινεμπόριό της, αλλά υποτάχθηκε τον 5o αι. π.Χ. στους Αθηναίους και αργότερα πέρασε στη μακεδονική κυριαρχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”